- εντροπή
- και ντροπή, η (AM ἐντροπή)1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.)2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας)νεοελλ.αυτό που προκαλεί ντροπή, ρεζίλεμα («η δουλειά δεν είναι ντροπή»)μσν.- νεοελλ.συστολή «η κόρη αποκρίθηκεν, λέγει"πολλ' ἐντροπή μου εἶναι γιατί εὑρίσκομαι μὲ σένα μοναχή μου"», Ιγν. Πετρίτσης)μσν.1. τα γεννητικά όργανα2. προσβολήαρχ.1. στροφή προς κάποια κατεύθυνση2. μτφ. μεταβολή φρονημάτων, μεταστροφή3. ενδιαφέρον, προσοχή για κάποιον ή για κάτι («ἧ καὶ δοκεῑτε τοῡ τυφλοῡ τιν' ἐντροπὴν ἤ φροντίδ' ἕξειν αὐτόν;» — νομίζετε ότι θα προσέξει [θα ενδιαφερθεί] αυτός ή θα φροντίσει για τον τυφλό; Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.