εντροπή

εντροπή
και ντροπή, η (AM ἐντροπή)
1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.)
2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας)
νεοελλ.
αυτό που προκαλεί ντροπή, ρεζίλεμα («η δουλειά δεν είναι ντροπή»)
μσν.- νεοελλ.
συστολή «η κόρη αποκρίθηκεν, λέγει
"πολλ' ἐντροπή μου εἶναι γιατί εὑρίσκομαι μὲ σένα μοναχή μου"», Ιγν. Πετρίτσης)
μσν.
1. τα γεννητικά όργανα
2. προσβολή
αρχ.
1. στροφή προς κάποια κατεύθυνση
2. μτφ. μεταβολή φρονημάτων, μεταστροφή
3. ενδιαφέρον, προσοχή για κάποιον ή για κάτι («ἧ καὶ δοκεῑτε τοῡ τυφλοῡ τιν' ἐντροπὴν ἤ φροντίδ' ἕξειν αὐτόν;» — νομίζετε ότι θα προσέξει [θα ενδιαφερθεί] αυτός ή θα φροντίσει για τον τυφλό; Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐντροπῇ — ἐντροπή turning towards fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντροπή — turning towards fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντροπῆι — ἐντροπῇ , ἐντροπή turning towards fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντροπῆς — ἐντροπή turning towards fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντροπήν — ἐντροπή turning towards fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • entropión — ► sustantivo masculino MEDICINA Inversión patológica del borde del párpado inferior hacia el globo ocular. * * * entropión (del gr. «entropḗ», vuelta) m. Med. Inversión patológica del borde del *párpado inferior hacia dentro, por causa de… …   Enciclopedia Universal

  • DIVERTICULUM — in Glossis, εντροπὴ, καμπὴ ὁδοῦ, i. e. semita quales a via regia secantur aliorsum. Hinc ad fluvios vox traducta. Geographusineditus Salmas. de Nilo, Currit per milia DXX. nullum ostendit diverticulum. Ubi diverticuli nomine intelligit minores… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GAMMADIUM — quod ad speciem literae Γ. formatum, Trigonus: vestimentum Ecclesiae, fotre ut ex trigoni forma SS. Trinitatem innuerent: quam tamen δ. Litera expressius redderet. Vide Anastas. Biblioth. in Leone III. IV. et Benedicto III. Iudiciale sceptrum τοῦ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… …   Dictionary of Greek

  • ιχνάδι — και αχνάδι τό (Μ ἰχνάδιν) ίχνος («ἀγάπην εἶδα μετ αὐτήν, εἶχ ἐντροπῆ ἰχνάδιν», Λίβ. και Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + άδι (πρβλ. κροκ άδι, σκοτ άδι). Ο τ. αχνάδι προήλθε με προληπτική αφομοίωση τού αρκτικού φωνήεντος ι προς το φωνήεν που ακολουθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”